βιογραφικός

βιογραφικός
-ή, -ο
ο σχετικός με τη βιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Αδαμάντιο Κοραή (πρβλ. αγγλ biographic, biographical)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βιογραφικός — ή, ό ο αναφερόμενος στη βιογραφία: Οι υποψήφιοι για τη θέση στην εταιρεία πρέπει να υποβάλουν στη διεύθυνση ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”